- προαθλέω
- προαθλέω,A = προαγωνίζομαι, Sch.Pi.O.8.71.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προαθλήσας — προαθλήσᾱς , προαθλέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθλήσασιν — προαθλήσᾱσιν , προαθλέω aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)